κεραμοποιείο(ν)

κεραμοποιείο(ν)
το черепичный завод

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κεραμοποιείο(ν)" в других словарях:

  • κεραμοποιείο — το 1. εργαστήριο κεραμικής 2. (ειδ.) εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής κεραμιδιών και τούβλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κεραμοποιείο — το κεραμιδάδικο, εργοστάσιο κατασκευής κεραμιδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κεραμαρειό — το κεραμοποιείο …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδάδικο — το [κεραμιδάς] κεραμοποιείο …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδαρειό — το 1. κεραμοποιείο 2. τόπος με πολλά κεραμίδια 3. φρ. «τά κάνε κεραμιδαρειό» κατέστρεψε τελείως τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδ ι + κατάλ. αρειό (πρβλ. γυφτ αρειό, τεμπελ αρειό)] …   Dictionary of Greek

  • κεραμουργείο — το [κεραμουργός] κεραμοποιείο …   Dictionary of Greek

  • Γουέτζγουντ, Τζοσάια — (Josiah Wedgwood, Μπάρσλεμ 1730 – Χάνλεϊ 1795). Άγγλος κεραμουργός. Από το επίθετό του ονομάζονται τα κεραμικά που είναι κατασκευασμένα από γαλαζοπράσινο ή λευκό υλικό δικής του επινόησης. Εργάστηκε αρχικά στο κεραμοποιείο του πατέρα του μαζί με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»